- ευμνημόνευτος
- -η, -οαυτός που εύκολα συγκρατείται στη μνήμη, που απομνημονεύεται εύκολα, αλλ. ευκολοθύμητος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εὐμνημόνευτος — easy to remember masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμνημόνευτος — η, ο (Α εὐμνημόνευτος, ον) αυτός που μνημονεύεται εύκολα, που μπορεί να τόν θυμάται κάποιος εύκολα, ευκολομνημόνευτος («τοῡτο μὲν διὰ τὴν ἀήθειαν τῶν λεχθέντων εὐμνημόνευτον», Πλάτ.) αρχ. πρόχειρος, προσιτός («εὐμνημόνευτα φάρμακα», Ιπποκρ.).… … Dictionary of Greek
εὐμνημονευτότατον — εὐμνημόνευτος easy to remember masc acc superl sg εὐμνημόνευτος easy to remember neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμνημόνευτον — εὐμνημόνευτος easy to remember masc/fem acc sg εὐμνημόνευτος easy to remember neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμνημονευτότερα — εὐμνημόνευτος easy to remember neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμνημονεύτους — εὐμνημόνευτος easy to remember masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμνημονεύτῳ — εὐμνημόνευτος easy to remember masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμνημόνευτα — εὐμνημόνευτος easy to remember neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμνημόνευτοι — εὐμνημόνευτος easy to remember masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)